- μεραρχιακός
- η , ό[ν] дивизионный;
μεραρχιακόν πεζικόν — пехотная дивизия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεραρχιακόν πεζικόν — пехотная дивизия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεραρχιακός — και μεραρχικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεραρχία ή στον μέραρχο («μεραρχιακό πυροβολικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. μεραρχιακός < μεραρχία μεραρχικός < μέραρχος)] … Dictionary of Greek